30 Ιουν 2021
Το δικαστήριο κλήθηκε να κρίνει επί αιτήσεως κατ’ άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ, για την χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος σε έφεση που είχε ασκηθεί εκπρόθεσμα για λόγους ανωτέρας βίας. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί ερήμην για την πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών και, καθώς απουσίαζε στο εξωτερικό επί πολλά έτη, δεν είχε λάβει γνώση της καταδικαστικής απόφασης η οποία είχε θυροκολληθεί. Ας σημειωθεί ότι η απόφαση είχε επιδοθεί και στον αντίκλητο δικηγόρο του, ο οποίος ωστόσο αδυνατούσε να τον ειδοποιήσει. Μετά το πέρας της προθεσμίας άσκησής της, η έφεση έχασε την ανασταλτική δύναμη που της είχε προσδώσει η απόφαση. Όταν αργότερα ο καταδικασθείς έλαβε γνώση της απόφασης, άσκησε εκπρόθεσμα έφεση και υπέβαλε ξεχωριστή αίτηση για την χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ενώπιον του οποίου θα παραπεμπόταν η υπόθεση, με τη διαδικασία του άρθρου 497 παρ. 7 ΚΠΔ.
Σύμφωνα με τη γνώμη που τελικά επικράτησε, το δικαστήριο, αφού έκρινε επί του παραδεκτού της εφέσεως και δέχτηκε ότι η αποδεδειγμένη άγνοια της επίδοσης της απόφασης συνιστά λόγο ανωτέρας βίας, χορήγησε σε αυτήν ανασταλτική δύναμη. Επισημαίνεται ότι, αναφορικά με την υποχρέωση άσκησης «παραδεκτής έφεσης» κατ’ άρθρ. 497 ΚΠΔ, καλύπτονται και οι περιπτώσεις που ο εκκαλών άσκησε μία εμφανώς εκπρόθεσμη έφεση, πλην όμως εκ λόγων ανωτέρας βίας τους οποίους θα πρέπει να επικαλείται, δεν θα μπορούσε να την έχει ασκήσει νωρίτερα και εντός των νομίμων προθεσμιών.
Σύμφωνα με την μειοψηφούσα ωστόσο άποψη, εν προκειμένω η αίτηση έπρεπε να υποβληθεί με την ειδική διαδικασία του άρθρου 472 ΚΠΔ, που αφορά την επίλυση αμφισβητήσεων και δισταγμών και, μάλιστα, ενώπιον του δικαστηρίου που δίκασε πρωτοδίκως. Η διαδικασία αυτή διακρίνεται από τις διαδικασίες των άρθρων 497 παρ. 7 και 562-563 ΚΠΔ. Έτσι, η διάταξη του άρθρου 472 ΚΠΔ έχει εφαρμογή μόνον στις περιπτώσεις όπου η έφεση είχε είτε αυτοδικαίως, είτε με βάση διάταξη της πρωτοβάθμιας αποφάσεως ανασταλτικό αποτέλεσμα, για την ισχύ του οποίου ανακύπτουν δισταγμοί ή αμφισβητήσεις. Η διάταξη, δε, του άρθρου 497 παρ. 7 ΚΠΔ αφορά περιπτώσεις όπου είτε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν χορήγησε ανασταλτικό αποτέλεσμα εξαρχής, είτε το ανασταλτικό αποτέλεσμα για κάποιο λόγο δεν μπορεί να υλοποιηθεί. Τούτη ακριβώς η διάκριση υποδηλώνει και το περιεχόμενο των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται: στην πρώτη περίπτωση (άρθρ. 472 ΚΠΔ) το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται για το ενεργό ή όχι του ανασταλτικού αποτελέσματος, ενώ στη δεύτερη περίπτωση (άρθρ. 497 παρ. 7 ΚΠΔ) αναστέλλει την εκτέλεση της αποφάσεως, από την έφεση εναντίον της οποίας δεν παράγεται ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το ζήτημα που τίθεται ενώπιον του δικαστηρίου στην προκειμένη περίπτωση, είναι αν η έφεση ασκήθηκε παραδεκτά και, συνακόλουθα, αν έχει ανασταλτική δύναμη ή όχι. Το αίτημα, λοιπόν, εισάγεται ως «αμφισβητούμενο ζήτημα» περί την εκτελεστότητα, το οποίο δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της διαδικασίας του άρθρου 497 § 7 ΚΠΔ, το οποίο αναφερόμενο σε «παραδεκτή έφεση», υπονοεί έφεση που φέρει τον εξωτερικό τύπο της παραδεκτώς ασκηθείσας έφεσης. Επιπλέον δε, ο παρών κατηγορούμενος δεν δικαιούται να ζητήσει να προσδοθεί ανασταλτική δύναμη στην έφεση με νεότερη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ, διότι η συγκεκριμένη διάταξη θέτει ως όρο ότι η έφεση δεν έχει ανασταλτική δύναμη σύμφωνα με την καταδικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, στην προκειμένη περίπτωση, η καταδικαστική απόφαση έχει προσδώσει ανασταλτική δύναμη στην έφεση, η οποία όμως την έχασε, διότι ασκήθηκε εκπρόθεσμα. Επομένως, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο αιτών πρέπει να υποβάλει αίτηση με την ειδική διαδικασία του άρθρου 472 ΚΠΔ. Περαιτέρω, καθώς αυτός δεν είχε ακόμη κλητευθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και άρα η έφεση δεν είχε εισαχθεί για συζήτηση, η αίτηση θα πρέπει να υποβληθεί στο δικαστήριο που δίκασε σε πρώτο βαθμό. Τέλος, διευκρινίζεται ότι, ως «δισταγμοί» πρέπει να νοηθούν οι τυχόν αμφιβολίες που έχει ο ίδιος ο επιφορτισμένος με την εκτέλεση εισαγγελέας (άρθρ. 549 ΚΠΔ) για το κατά πόσο οφείλει να εκτελέσει ορισμένη δικαιοδοτική κρίση, ενώ στην έννοια των «αμφισβητήσεων» υπάγονται οι επιφυλάξεις και αντιρρήσεις που προβάλει ο ίδιος ο κατηγορούμενος αναφορικά με το ανασταλτικό αποτέλεσμα, ουσιαστικά διεκδικώντας το.