22 Νοε 2023
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 1399/2020 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της 15487/2018 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που με την τελευταία αυτήν, κατόπιν μερικής αποδοχής αγωγής του ήδη αναιρεσιβλήτου, πρώην βουλευτή, είχε αναγνωρισθεί η υποχρέωση του αναιρεσείοντος να του καταβάλει, νομιμοτόκως, αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, λόγω της παράλειψης του Δημοσίου να αναπροσαρμόσει, για το χρονικό διάστημα από 20.2.2008 έως 30.9.2009, τη βουλευτική αποζημίωσή του ώστε να είναι ίση προς τις αποδοχές, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, του «Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού». Με την από 22.12.1964 απόφαση της Βουλής προσδιορίσθηκε το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης με παραπομπή στις συνολικές αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, που είναι ο Πρόεδρος των Ανώτατων Δικαστηρίων του Κράτους, υπό την έννοια ότι η βουλευτική αποζημίωση εξισώνεται με τις αποδοχές αυτές, όπως καθορίζονται από το εκάστοτε ισχύον για τους δικαστικούς λειτουργούς ειδικό μισθολόγιο, το οποίο θεσπίζεται με τυπικό νόμο. Από το περιεχόμενο των πρακτικών της Συνεδρίασης ΡΙΔ΄ της Βουλής της 1.4.2009, συνάγεται ότι ο Πρόεδρος της Βουλής πρότεινε στους κατά τον χρόνο εκείνο βουλευτές τη μη αύξηση κατά τα έτη 2008 και 2009 της βουλευτικής αποζημίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος του έτους 1975, με βάση την κατά το άρθρο 57 του ν. 3691/2008 αύξηση των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού. Η πρόταση αυτή του Προέδρου της Βουλής εγκρίθηκε ομόφωνα από τους βουλευτές και, με τον τρόπο αυτό, περιβλήθηκε τον τύπο της αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής. Η εν λόγω δε απόφαση, η οποία ελήφθη κατά τη διάρκεια δημόσιας συνεδρίασης του Κοινοβουλίου και δημοσιεύθηκε στα πρακτικά της Βουλής έχει λάβει, μέσω της διαδικασίας αυτής, επαρκή δημοσιότητα. Με τα δεδομένα αυτά, δεν επηρεάζει το κύρος της συγκεκριμένης αποφάσεως το γεγονός ότι δεν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Άλλωστε, με αυτήν, ως εκ του περιεχομένου της (μη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης κατά τα έτη 2008 και 2009), δεν επήλθε καμία μεταβολή στον προϋπολογισμό της Βουλής ή στον κρατικό προϋπολογισμό. Εξάλλου, με την ανωτέρω απόφαση περί μη αυξήσεως της βουλευτικής αποζημίωσης κατ’ αντιστοιχία προς την αύξηση των αποδοχών του Προέδρου των Ανώτατων Δικαστηρίων του Κράτους κατά τα έτη 2008 και 2009, κατά την αληθή έννοιά της, δεν τροποποιήθηκε η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής της 22.12.1964, η οποία, μη δημοσιευθείσα και αυτή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είχε επικυρωθεί και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος του 1975, αλλά αποφασίσθηκε, ως προσωρινό μέτρο, η αναστολή πράγματι της ισχύος της, ενόψει της υπάρχουσας κατά τον χρόνο εκείνο παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και προς αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης αυτής στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Από καμία συνταγματική διάταξη δεν προκύπτει ότι η Ολομέλεια της Βουλής δεν είχε την αρμοδιότητα να αναστείλει την ισχύ της αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής της 22.12.1964 αναδρομικώς (για το έτος 2008 και για το χρονικό διάστημα από 1.1.2009 έως 31.3.2009) και για όσο χρονικό διάστημα η ίδια έκρινε ότι τούτο ήταν επιβεβλημένο προς αντιμετώπιση της εκδηλωθείσης κρίσης. Τέλος, με την απόφαση της 18.11.2015 της Ολομέλειας της Βουλής, που ελήφθη κατά την Συνεδρίαση ΚΖ΄ της 18.11.2015 και με την οποία τροποποιήθηκε το εδάφιο α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος του 1975 και μειώθηκε η βουλευτική αποζημίωση κατά 10%, η εν λόγω αποζημίωση αποσυνδέθηκε πλέον από τις αποδοχές του Προέδρου των Ανώτατων Δικαστηρίων του Κράτους και καθορίσθηκε σε συγκεκριμένο ύψος. Ενόψει δε του ότι η ρύθμιση αυτή θεσπίσθηκε πλέον ως πάγια και απέβλεπε στην κατάργηση για το μέλλον της αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής της 22.12.1964, η σχετική απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κατόπιν τούτων, το ΣτΕ δέχτηκε την αίτηση.