Πρόσφατη νομολογία


9 Νοε 2021

ΕλΣυν Ολ 1377/2021: Δημοσιονομική Διόρθωση-Σχέση δικαιου ΕΕ με εθνικό δικαιο -δέσμευση ή όχι από προσυμβατικό έλεγχο

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή έφεση της αναιρεσείουσας κατά της …/…/…2012 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, μεταρρυθμίστηκε η απόφαση αυτή και περιορίστηκε το καταλογισθέν σε βάρος της αναιρεσείουσας «…» ποσό σε 451.150,57 ευρώ. Το ποσό αυτό φέρεται ότι αντιστοιχεί σε μη επιλέξιμες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο υλοποίησης του Υποέργου με τίτλο «Κατασκευή Έργων Υποδομής Τετραπλού Σιδηροδρομικού Διαδρόμου στο Τμήμα μεταξύ Τριών Γεφυρών και Σιδηροδρομικού Κέντρου Αχαρνών (ΣΚΑ), Έργων Υποδομής για την Ολοκλήρωση του ΣΚΑ και όλων των Απαιτούμενων Έργων Επιδομής, Σηματοδότησης, Τηλεδιοίκησης, Ηλεκτροκίνησης», που έχει ενταχθεί στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα (ΕΠ) «Ενίσχυση της Προσπελασιμότητας» και χρηματοδοτείται από το Ταμείο Συνοχής και από εθνικούς πόρους. Το κεντρικό ζήτημα που τίθεται στην παρούσα υπόθεση είναι αν ελεγκτικό όργανο του Υπουργείου Οικονομικών, που ασκεί αρμοδιότητες προβλεπόμενες από νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δικαιούται να αναδείξει νομικές πλημμέλειες σε συγχρηματοδοτηθείσα από εθνικούς και ενωσιακούς πόρους σύμβαση, στην περίπτωση που η σύμβαση αυτή υπέστη προσυμβατικό έλεγχο από το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατ’ άσκηση από αυτό της οικείας υποχρεωτικής συνταγματικής του αρμοδιότητας, χωρίς να αναδειχθεί στον προσυμβατικό έλεγχο του Δικαστηρίου η νομική πλημμέλεια την οποία ανέδειξε το όργανο του Υπουργείου Οικονομικών. Με την υπό κρίση αίτηση η αναιρεσείουσα επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προβάλλοντας, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 7 του π.δ/τος 774/1980, βάσει των οποίων κρίθηκε ότι δεν δεσμεύεται το Τμήμα από το …/2002 πρακτικό του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με το οποίο απέβη θετικός ο έλεγχος του σχετικού σχεδίου σύμβασης. Αν και η συνταγματικώς προβλεφθείσα ελεγκτική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου προϋπήρχε νομοθετικώς της Αναθεώρησης του Συντάγματος του έτους 2001, εντούτοις το συγκεκριμένο κατά το έτος 2001 ισχύον νομοθετικό καθεστώς του εν λόγω ελέγχου δεν περιβλήθηκε στο σύνολό του συνταγματική περιωπή, αλλά, κατά ρητή διάταξη του συνταγματικού νομοθέτη, αφέθηκε στον κοινό νομοθέτη η δυνατότητα της διαμόρφωσης αυτού. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο κοινός νομοθέτης δύναται να προβλέψει ρυθμίσεις που να πλήττουν αμέσως ή εμμέσως την πρακτική του αποτελεσματικότητα, δηλαδή την καίρια θέση του στο πλέγμα των ελεγκτικών διαδικασιών που μπορεί να προβλεφθούν αναφορικά με τις συμβάσεις μεγάλης οικονομικής αξίας του Δημοσίου και των εξομοιούμενων προς αυτό νομικών προσώπων. Επί συγχρηματοδοτουμένων από την Ένωση προγραμμάτων που διέπονται από τους Κανονισμούς που αναφέρθηκαν, οι εθνικές αρχές οφείλουν να διενεργούν ελέγχους συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων, να αποκλείουν δε από την ενωσιακή χρηματοδότηση και να ανακτούν τους πόρους που διατέθηκαν από τα προγράμματα αυτά για ενισχύσεις που χορηγήθηκαν κατά παράβαση της νομοθεσίας της Ένωσης που στοιχειοθετεί την έννοια της παρατυπίας. Προς τον σκοπό αυτόν η εθνική νομοθεσία έχει προβλέψει ειδικά όργανα και ειδική διαδικασία ελέγχου, με την εγκαθίδρυση «εθνικού συστήματος δημοσιονομικών διορθώσεων» αντικείμενο των ενεργειών του οποίου είναι η ανάκτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών από πόρους του κρατικού προϋπολογισμού για την υλοποίηση συγχρηματοδοτουμένων από την Ένωση προγραμμάτων. Με βάση την κείμενη εθνική και ενωσιακή νομοθεσία, η εθνική έννομη τάξη και η έννομη τάξη της Ένωσης δεν λειτουργούν αυτοαναφορικά, η κάθε μια κινούμενη αυτοτελώς στο δικό της πεδίο δικαιοδοσίας, αλλά τελούν σε διαλεκτική σύζευξη διώκουσες συνεργατικά τη θεραπεία ταυτόσημων νομικών αρχών και αξιών. Δεν μπορεί να αποδοθεί στο δίκαιο της Ένωσης η έννοια ότι δι’ αυτού παρασχέθηκε στο ελεγκτικό όργανο του Υπουργείου Οικονομικών η εξουσία να αγνοεί, επικαλούμενο την πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, την κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου ασκούντος την κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητά του επί των δημοσίων συμβάσεων, στην οποία μάλιστα, όπως ήδη εκτέθηκε, ενσωματώνεται ως αναγκαίο στοιχείο αυτής και κρίση περί τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης της ελεγχόμενης σύμβασης και της διαδικασίας από την οποία προέκυψε. Όταν το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά άσκηση του προσυμβατικού του ελέγχου έχει αποφανθεί ρητώς επί ζητήματος, η κρίση του αυτή δεν δύναται να αμφισβητηθεί από κανένα όργανο εντασσόμενο στην εκτελεστική λειτουργία, εκτός αν αυτό επικαλείται ad hoc μεταγενέστερη αντίθετη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η έννοια της οποίας είναι αναμφισβήτητη. Περαιτέρω, δοθέντος ότι διά του προσυμβατικού ελέγχου που ασκεί το Ελεγκτικό Συνέδριο αναζητούνται μόνον ουσιώδεις πλημμέλειες του σχεδίου της σύμβασης και της διαδικασίας από όπου προήλθε, δεν αποκλείεται, υπό την επιφύλαξη όσων εκτίθενται στη συνέχεια, να αναδειχθούν από ελεγκτικό όργανο διοικητικού χαρακτήρα πλημμέλειες μη ουσιώδεις κατά το Ελεγκτικό Συνέδριο, οι οποίες όμως υπό το πρίσμα των αρμοδιοτήτων των εν λόγω οργάνων να θεωρούνται ικανές να προκαλέσουν τη λήψη κυρωτικών μέτρων. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τυγχάνουν σεβασμού οι θεμελιώδεις δικαιικές αρχές που διέπουν την εθνική και την ενωσιακή έννομη τάξη, ως η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της οποίας η ισχύς αναγνωρίζεται και διασφαλίζεται ως κοινό αξιακό αγαθό και από τις δύο. Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως και η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, που αποτελούν στοιχείο της ενωσιακής ήδη έννομης τάξης διέπουσες τη διαδικασία ανάκτησης μη ορθώς διατεθέντων κεφαλαίων κατά την εκτέλεση των συγχρηματοδοτούμενων από ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους δράσεων, επενεργούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να προστατεύεται η εύλογη, εν όψει των συνθηκών, πεποίθηση του λήπτη της ενωσιακής συνδρομής, ως συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου δραστηριότητας, ότι η δημιουργηθείσα από δημόσια εξουσία νομική κατάσταση ως απόρροια πράξης δημοσίου οργάνου θα συνεχιστεί. Για τη συνδρομή δε της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις ήτοι: α) Να υφίσταται αντικειμενική συμπεριφορά των διοικητικών αρχών υπό τη μορφή της διαβεβαίωσης ότι οι εργασίες του δικαιούχου της ενίσχυσης είναι νόμιμες, β) Ο τελικός δικαιούχος της ενίσχυσης να είναι καλόπιστος, γ) Η συμπεριφορά της διοίκησης στην οποία στηρίχθηκε η πεποίθηση του ενδιαφερόμενου να είναι σύμφωνη με τους εφαρμοστέους κανόνες ή τουλάχιστον να μην βρίσκεται σε προφανή αντίθεση με αυτούς. Εν προκειμένω, από το …/2002 πρακτικό του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως ορθώς κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν παρήχθη δεδικασμένο, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα. Ειδικότερα, ως προς τη νομιμότητα των επίμαχων όρων των τευχών δημοπράτησης, για τα οποία (τεύχη δημοπράτησης), σημειωτέον, ουδέν διέλαβε το εν λόγω πρακτικό, παραδεκτώς επιλήφθηκε το δικάσαν Τμήμα καθόσον, αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, αντικείμενο της διαφοράς που εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιόν του. Συναφώς, επιτρεπτώς, στο πλαίσιο άσκησης της δικαιοδοτικής του λειτουργίας και κατά την εκδίκαση της ασκηθείσας ενώπιόν του έφεσης, το Ι Τμήμα, προκειμένου να κρίνει επί της νομιμότητας της εκκληθείσας απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης, αποφάνθηκε και επί της νομιμότητας των κρίσιμων άρθρων των εν λόγω συμβατικών τευχών, απορριπτομένων όλων των ειδικότερων ισχυρισμών της αναιρεσείουσας, ως αβασίμων. Υπό την έλξη της αρχής της αποτελεσματικής εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου και με την παραδοχή ότι η τελική δικαστική κρίση επί της νομιμότητας των δημοσιονομικών διορθώσεων ανήκει, κατά το Σύνταγμα, στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ότι με την επιφύλαξη των διατάξεων περί δεδικασμένου, η εξουσία των ελεγκτικών οργάνων, να αποφαίνονται για την τυχόν συνδρομή ή μη παρατυπίας πλήττουσας ουσιωδώς τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, κατά τον έλεγχο επιλεξιμότητας των δηλωθεισών επί συγχρηματοδοτούμενων πράξεων δαπανών εκτείνεται και στην περίπτωση κατά την οποία το Ελεγκτικό Συνέδριο, στο πλαίσιο άσκησης της ελεγκτικής του αρμοδιότητας, αποφάνθηκε θετικά μη διαπιστώσαν ουσιώδη πλημμέλεια υπέρ της νομιμότητας της διαδικασίας σύναψης των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας, που συνδέονται με τις πράξεις αυτές. (Μειοψ.). Περαιτέρω, το δικάσαν Τμήμα, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, έκρινε ότι η επιβάρυνση των ανταλλακτικών, εργαλείων και παρελκομένων, που περιλαμβάνονταν στο Τιμολόγιο Μελέτης της … υπό τους κωδικούς των άρθρων τιμολογίου Ι.27 και Κ.68, με ποσοστό γενικών εξόδων και εργολαβικού οφέλους, ήταν μη νόμιμη, επικυρώνοντας έτσι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, την κρίση της εκκληθείσας απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης, καθόσον διαπίστωσε, ανελέγκτως αναιρετικά, ότι τα εν λόγω είδη παρουσίαζαν αυτοτέλεια από το υπόλοιπο έργο, δεν συνιστούσαν προϋπόθεση για την ολοκλήρωσή του, προοριζόμενα για άμεση ενσωμάτωση σε αυτό, αλλά απλή προμήθεια αγαθών. (Μειοψ.). Τέλος, το δικάσαν Τμήμα διέλαβε πλήρη, ειδική, εμπεριστατωμένη και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία σχετικά με τη νομιμότητα του επίδικου καταλογισμού, έλαβε υπόψη και απάντησε με νόμιμη, ορθή και πλήρη αιτιολογία, απορρίπτοντας ως αβάσιμους ή αλυσιτελείς όλους τους προβληθέντες από την αναιρεσείουσα νομικούς και πραγματικούς ισχυρισμούς.


Σύνδεσμος

ΕλΣυν Ολ 1377/2021 - Πλήρες κείμενο »