Πρόσφατη νομολογία


9 Οκτ 2017

ΕΔΔΑ: Regner κατά Τσεχίας. Η μη γνωστοποίηση εγγράφων δεν προσβάλλει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, εφόσον αντισταθμίζεται από άλλες διαδικαστικές εγγυήσεις.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2017 (Υπόθεση Regner κατά Τσεχίας, αρ. προσφυγής 35289/11) έκρινε ότι η μη γνωστοποίηση εγγράφων δεν προσβάλλει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, εφόσον αντισταθμίζεται από άλλες διαδικαστικές εγγυήσεις.

Η παρούσα υπόθεση αφορά αιτίαση περί προσβολής του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, λόγω περιορισμού των αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της ισότητας των όπλων των διαδίκων και ήχθη ενώπιον της Ολομέλειας του ΕΔΔΑ κατόπιν σχετικής παραπεμπτικής αποφάσεως του 5ου Τμήματος (απόφαση της 26.11.2015). Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων είναι Τσέχος πολίτης που εργαζόταν στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Τσεχικής Δημοκρατίας. Λίγο μετά την πρόσληψή του, η τσεχική Αρχή Εθνικής Ασφαλείας εξέδωσε άδεια, με την οποία ο προσφεύγων απέκτησε πρόσβαση σε απόρρητα κρατικά έγγραφα και σύντομα διορίστηκε βοηθός του Υφυπουργού Εθνικής Άμυνας. Ωστόσο, δυνάμει εμπιστευτικών πληροφοριών που έλαβε στην κατοχή της, η ίδια ως άνω Αρχή ανακάλεσε την άδεια που είχε εκδώσει υπέρ του προσφεύγοντος, με την αιτιολογία ότι ο τελευταίος αποτελούσε κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Δεδομένου ότι η αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών δεν αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση για την έκδοσή της, η απόφαση δεν ανέφερε τις πηγές επί των οποίων βασίστηκε. Έτσι, ο προσφεύγων απομακρύνθηκε από την υπηρεσία του και λίγες ημέρες αργότερα υπέγραψε συμφωνητικό με το οποίο συναινούσε στην λύση της συμβατικής του σχέσης. Κατόπιν, ο προσφεύγων προσέβαλε ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου της Πράγας την απόφαση με την οποία ανακλήθηκε η άδεια πρόσβασης σε απόρρητα στοιχεία, πλην όμως η προσφυγή του απορρίφθηκε με το αιτιολογικό ότι η γνωστοποίηση των πληροφοριών θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποκάλυψη των μεθόδων εργασίας των υπηρεσιών πληροφοριών, των πηγών πληροφόρησης ή να επηρεάσει πιθανούς μάρτυρες. Νέα προσπάθεια του προσφεύγοντος να στραφεί κατά της απόφασης ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου απέτυχε με απόρριψη του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος.

Λίγο αργότερα, η εισαγγελική αρχή άσκησε ποινική δίωξη σε βάρος του προσφεύγοντος και άλλων προσώπων με την κατηγορία ότι κατά το διάστημα που εκείνος ασκούσε τα καθήκοντά του στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ο ίδιος και οι λοιποί κατηγορούμενοι άσκησαν αθέμιτη επιρροή εν όψει σύναψης δημοσίων συμβάσεων του Υπουργείου. Το αρμόδιο περιφερειακό δικαστήριο καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε τριετή φυλάκιση, ενώ η ποινή του επικυρώθηκε από το Ανώτατο δικαστήριο της Πράγας.

Το ΕΔΔΑ εξέτασε την διαδικασία που κίνησε ο προσφεύγων εναντίον της απόφασης που ανακαλούσε την άδεια πρόσβασης σε απόρρητα στοιχεία και διαπίστωσε τους εξής περιορισμούς στις εγγυήσεις δίκαιης δίκης: α) τα απόρρητα έγγραφα και οι πληροφορίες δεν ήταν προσβάσιμα ούτε στον προσφεύγοντα, ούτε στον δικηγόρο του και β) οι λόγοι ανακλήσεως της άδειας δεν κοινοποιήθηκαν στον προσφεύγοντα στο μέτρο που η ανάκληση αυτή στηρίχθηκε στα ανωτέρω έγγραφα.

Προκειμένου να διαπιστωθεί αν παραβιάστηκε ο πυρήνας του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την συνολική διαδικασία προκειμένου να εξακριβώσει κατά πόσον οι περιορισμοί στις αρχές της εκατέρωθεν ακροάσεως και της ισότητας των όπλων αντισταθμίστηκαν επαρκώς από άλλες διαδικαστικές εγγυήσεις.

Το ΕΔΔΑ εξέτασε πρώτα την εξουσία εκτίμησης των εθνικών δικαστηρίων, σε συνδυασμό με τον βαθμό ανεξαρτησίας και αμεροληψίας τους. Διαπίστωσε ότι τα δικαστήρια είχαν απεριόριστη πρόσβαση σε όλα τα απόρρητα έγγραφα επί των οποίων βασίστηκε η Αρχή προκειμένου να δικαιολογήσει την απόφασή της. Επιπλέον, είχαν την εξουσία να προβούν σε λεπτομερή εξέταση των λόγων που επικαλέσθηκε η Αρχή για την μη κοινοποίηση των εγγράφων αυτών. Παράλληλα, μπορούσαν να αξιολογούν την ουσία της απόφασης της Αρχής για την ανάκληση της άδειας πρόσβασης σε απόρρητα στοιχεία και την κατάργηση, κατά περίπτωση, μιας αυθαίρετης απόφασης της Αρχής.

Όσον αφορά την ανάγκη διαφύλαξης του απόρρητου χαρακτήρα των εγγράφων, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι η γνωστοποίησή τους θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποκάλυψη των μεθόδων εργασίας των υπηρεσιών πληροφοριών, την αποκάλυψη των πηγών πληροφόρησης ή την απόπειρα επιρροής πιθανών μαρτύρων. Επισημάνθηκε ότι δεν ήταν νομικά δυνατό να προσδιορισθεί σε ποιο σημείο εντοπίζεται ακριβώς ο κίνδυνος για την ασφάλεια ή να προσδιορισθεί με ακρίβεια ποιοι λόγοι οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι υπήρχε κίνδυνος για την ασφάλεια, τους λόγους και τις εκτιμήσεις στις οποίες βασίζεται η απόφαση της Αρχής που προέρχεται αποκλειστικά από τις απόρρητες πληροφορίες. Συνεπώς, από πουθενά δεν προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός των επίμαχων εγγράφων είχε πραγματοποιηθεί αυθαίρετα ή για σκοπό διαφορετικό από το έννομο συμφέρον που υποδείχθηκε ότι επιδιώκεται.

Σε ό,τι αφορά την απόφαση που ανακάλεσε την έγκριση ασφαλείας, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι από τα διαβαθμισμένα έγγραφα προέκυπτε με  σαφήνεια ότι ο προσφεύγων δεν πληρούσε πλέον τις νόμιμες προϋποθέσεις για την ανάθεση μυστικών. Διαπίστωσε ότι ο κίνδυνος που τον αφορούσε σχετιζόταν με την συμπεριφορά του, η οποία επηρέαζε την αξιοπιστία του και την ικανότητά του να διατηρεί μυστικές πληροφορίες. Εξάλλου, τονίσθηκε ότι το εμπιστευτικό έγγραφο που προέρχεται από την υπηρεσία πληροφοριών περιείχε συγκεκριμένες, πλήρεις και λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τη συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής του προσφεύγοντος, βάσει των οποίων το δικαστήριο κλήθηκε να κρίνει εάν ετίθετο ζήτημα κινδύνου εθνικής ασφάλειας.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η έκθεση της υπηρεσίας πληροφοριών, η οποία χρησίμευσε ως βάση για την απόφαση ανάκλησης της έγκρισης ασφαλείας του προσφεύγοντος, είχε ταξινομηθεί στη χαμηλότερη κατηγορία εμπιστευτικότητας, δηλαδή στην κατηγορία «περιορισμένης ευθύνης». Εντούτοις, έκρινε ότι το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να στερήσει τις τσεχικές αρχές από το δικαίωμα να μην αποκαλύψουν το περιεχόμενο στον προσφεύγοντα. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Τσεχικής Δημοκρατίας, η επίμαχη εθνική νομοθεσία εφαρμόζεται σε κάθε πληροφορία που χαρακτηρίζεται ως εμπιστευτική και δεν περιορίζεται σε δεδομένα υψηλότερου βαθμού εμπιστευτικότητας. Συνεπώς, η εφαρμογή της από τα εθνικά δικαστήρια δεν φαίνεται να είναι αυθαίρετη ή προδήλως παράλογη. Παρόλα αυτά, θα ήταν σκόπιμο – στον βαθμό που αυτό συμβιβάζεται με τη διατήρηση του απορρήτου και της αποτελεσματικότητας των ερευνών σχετικά με τον προσφεύγοντα- να μπορούν οι εθνικές αρχές ή τουλάχιστον το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο να δικαιολογήσουν, έστω συνοπτικά, την έκταση της επανεξέτασης που διενήργησαν και τις κατηγορίες εναντίον του προσφεύγοντος. Από την άποψη αυτή, το ΕΔΔΑ χαιρέτισε ως ικανοποιητικές τις νέες θετικές εξελίξεις στη νομολογία του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου.

Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των διαδικασιών, της φύσεως της διαφοράς και του περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στις εθνικές αρχές, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι περιορισμοί στην άσκηση των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος, όπως αυτά χαράσσονται από τις αρχές της εκατέρωθεν ακροάσεως και της ισότητας των όπλων, είχαν αντισταθμιστεί κατά τέτοιον τρόπο, ώστε η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των μερών να μην επηρεάζεται σε βαθμό να βλάπτεται ο πυρήνας του δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Συνεπώς, δεν διαπιστώθηκε παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι διατυπώθηκε ισχυρή μειοψηφία (η απόφαση ελήφθη με 10 ψήφους υπέρ έναντι 7), ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συγκλίνουσες, καθώς και οι αντίθετες γνώμες. Σύμφωνα με αντίθετη άποψη που υποστηρίχθηκε από 5 Δικαστές, υπάρχει ελάττωμα στην διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, η οποία φαίνεται δευτερεύουσα εκ πρώτης όψεως, αλλά μετά από προσεκτικότερη εξέταση, έχει τόσο σημαντικές πρακτικές επιπτώσεις που επηρεάζει συνολικά τον δίκαιο χαρακτήρα της. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το ελάττωμα σχετίζεται κυρίως με την πλήρη έλλειψη επικοινωνίας με τον ενδιαφερόμενο (τον προσφεύγοντα) σε όλη τη διάρκεια των διαδικασιών αναφορικά προς τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση ανάκλησης της έγκρισης ασφαλείας.

Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα αγγλικά είναι διαθέσιμο εδώ.