28 Ιαν 2025
Οι τρεις προσφεύγοντες είναι Έλληνες υπήκοοι και Ρομά. Στις 8 Οκτωβρίου 2016 οι προσφεύγοντες συνελήφθησαν μετά από τροχαίο ατύχημα στο οποίο ενεπλάκησαν μετά από καταδίωξη από περιπολικό της αστυνομίας, το αυτοκίνητό τους συγκρούστηκε με το περιπολικό. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι, κατά τη σύλληψή τους, υπέστησαν σωματική, (κλωτσιές, γροθιές), αλλά και λεκτική βία εκ μέρους των αστυνομικών, με σκοπό την απόσπαση ομολογιών για ποινικά αδικήματα. Υποστήριξαν επίσης ότι η έρευνα σχετικά με τις καταγγελίες τους ήταν ανεπαρκής και δεν διερευνήθηκε η καταγγελία περί φυλετικών διακρίσεων και ότι οι ενέργειες της αστυνομίας υπαγορεύθηκαν από την καταγωγή τους ως Ρομά. Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, ως διάκριση ορίζεται η διαφορετική μεταχείριση, χωρίς αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση, ατόμων που βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις. Η φυλετική βία αποτελεί ιδιαίτερη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και, ενόψει των επικίνδυνων συνεπειών της, απαιτεί από τις αρχές ιδιαίτερη επαγρύπνηση και σθεναρή αντίδραση. Για το λόγο αυτό, οι αρχές πρέπει να χρησιμοποιούν όλα τα διαθέσιμα μέσα για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ρατσιστικής βίας, ενισχύοντας έτσι το όραμα της δημοκρατίας για μια κοινωνία στην οποία η διαφορετικότητα δεν εκλαμβάνεται ως απειλή, αλλά ως πηγή εμπλουτισμού. Επιπλέον, οι κρατικές αρχές έχουν την πρόσθετη υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα για να αποκαλύπτουν τυχόν ρατσιστικά κίνητρα και να διαπιστώνουν αν το εθνοτικό μίσος ή η προκατάληψη μπορεί να διαδραμάτισε ή όχι ρόλο στα γεγονότα. Η επί ίσοις όροις αντιμετώπιση της βίας και της ωμότητας που προκαλούνται από ρατσιστικά αίτια με περιπτώσεις που δεν έχουν ρατσιστικές προεκτάσεις θα σήμαινε ότι οι αρχές θα εθελοτυφλούσαν ενώπιον της ξεχωριστής φύσης ενεργειών που είναι ιδιαίτερα καταστροφικές για τα θεμελιώδη δικαιώματα. Η παράλειψη διάκρισης στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται καταστάσεις που είναι ουσιαστικά διαφορετικές μπορεί να συνιστά αδικαιολόγητη μεταχείριση που είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το καθήκον των αρχών να διερευνήσουν την ύπαρξη πιθανής σχέσης μεταξύ ρατσιστικών συμπεριφορών και πράξεων βίας αποτελούσε πτυχή των διαδικαστικών τους υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, και ότι το καθήκον αυτό μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ως σιωπηρή ευθύνη δυνάμει του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ για τη διασφάλιση των θεμελιωδών αξιών που κατοχυρώνονται στο άρθρο 3 χωρίς διακρίσεις. Λόγω της αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο διατάξεων, ζητήματα όπως τα υπό εξέταση, μπορεί να εξετάζονται μόνο βάσει της μίας από τις δύο διατάξεις (χωρίς να προκύπτει ξεχωριστό ζήτημα βάσει της άλλης) ή μπορεί να απαιτείται εξέταση βάσει και των δύο άρθρων. Αυτό είναι ένα ζήτημα που πρέπει να κριθεί σε κάθε περίπτωση με βάση τα πραγματικά περιστατικά της και ανάλογα με τη φύση των προβαλλόμενων ισχυρισμών. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση έπρεπε να εξετάσει χωριστά την καταγγελία ότι δεν διερευνήθηκε επίσης μια πιθανή αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εικαζόμενων ρατσιστικών συμπεριφορών και της εν λόγω εικαζόμενης κακομεταχείρισης. Εν προκειμένω, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν σε πολλές περιπτώσεις - είτε απευθείας, είτε μέσω του εκπροσώπου τους - στις ανακριτικές αρχές ότι η κακομεταχείρισή τους είχε συνδεθεί με την καταγωγή τους. Ενόψει αυτών, το ΕΔΔΑ θεώρησε ότι οι ανακριτικές αρχές είχαν ενώπιον τους εύλογες πληροφορίες που ήταν επαρκείς για να τις προειδοποιήσουν για την ανάγκη διενέργειας μιας αρχικής επαλήθευσης και, ανάλογα με το αποτέλεσμα, μιας έρευνας σχετικά με πιθανά ρατσιστικά κίνητρα για την κακομεταχείριση που ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες. Το ΕΔΔΑ επισήμανε περαιτέρω ότι οι εντολές για τη διεξαγωγή τόσο της προκαταρκτικής διοικητικής έρευνας όσο και της ΕΔΕ περιελάμβαναν ειδική εντολή για τη διερεύνηση πιθανών ρατσιστικών κινήτρων. Καμία τέτοια εντολή δεν περιλαμβανόταν στην εντολή για την ποινική προκαταρκτική εξέταση - παράλειψη για την οποία ο κ. Παναγιώτης Δημητράς υπέβαλε καταγγελία. Παρ’ όλα αυτά, η ποινική δίωξη των αστυνομικών (μετά την οποία διενεργήθηκε κύρια ανάκριση) περιλάμβανε εντολή για τη διερεύνηση πιθανών ρατσιστικών κινήτρων πίσω από τις φερόμενες ενέργειές τους. Παρά τη ρητή εντολή να διερευνηθεί το ενδεχόμενο ρατσιστικού κινήτρου, δεν προκύπτει σαφώς από τον φάκελο της υπόθεσης αν πράγματι ελήφθησαν μέτρα για να διαπιστωθεί τυχόν ρατσιστικό κίνητρο για τις ενέργειες των αστυνομικών. Ειδικότερα, δεν φαίνεται ότι οι ανακριτικές αρχές έκαναν οτιδήποτε για να επαληθεύσουν τις δηλώσεις των προσφευγόντων ότι είχαν υποστεί λεκτική βία, ούτε φαίνεται να διερευνήθηκε αν οι εν λόγω αστυνομικοί είχαν εμπλακεί στο παρελθόν σε παρόμοια περιστατικά ή αν είχαν ποτέ κατηγορηθεί στο παρελθόν για εκδήλωση αισθημάτων κατά των Ρομά, ούτε φαίνεται να διερευνήθηκε πώς οι άλλοι αστυνομικοί που εργάζονταν στο αστυνομικό τμήμα συνήθιζαν να εκτελούν τα καθήκοντά τους όταν είχαν να κάνουν με ομάδες εθνοτικών μειονοτήτων. Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές παρέλειψαν να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους βάσει του άρθρου 14, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ να λάβουν όλα τα δυνατά μέτρα για να διερευνήσουν εάν οι διακρίσεις μπορεί να έπαιξαν ή όχι ρόλο στα εν λόγω γεγονότα.
Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα αγγλικά είναι διαθέσιμο εδώ.