11 Ιαν 2022
Στις 30 Αυγούστου 1990 εγκρίθηκε, δυνάμει του υπ’ αριθμόν 463/1990 προεδρικού διατάγματος, το ρυμοτομικό σχέδιο του παραδοσιακού χωριού της Νάουσας στην Πάρο και κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση ενός τμήματος οικοπέδου, ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας, γεννηθείσας το 1960 και κατοίκου Αθηνών, για τους σκοπούς της κατασκευής μιας κοινόχρηστης οδού. Το 2002 η προσφεύγουσα κατέθεσε ενώπιον του Υπουργού Αιγαίου αίτημα για την άρση της απαλλοτρίωσης, καθότι το Δημόσιο δεν είχε λάβει κάποιο συγκεκριμένο μέτρο για την υλοποίηση της τελευταίας, δεσμεύοντας εντούτοις την ακίνητη ιδιοκτησία της. Με την υπ’ αριθμ. 76/2007 απόφασή του το διοικητικό πρωτοδικείο Σύρου δέχθηκε την προσφυγή της αιτούσας, ακυρώνοντας τη σιωπηρή άρνηση της διοίκησης να διατάξει την άρση της απαλλοτρίωσης και παρέπεμψε, ακολούθως, την υπόθεση στη διοίκηση για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, εφόσον πληρούνταν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Παράλληλα, το 2012 η προσφεύγουσα κατέθεσε αγωγή αποζημίωσης κατά του Δημοσίου και του Δήμου Πάρου, αιτούμενη την αποζημίωση για την υλική και ηθική ζημία που υπέστη από τη μη εκτέλεση της απόφασης του πρωτοδικείου, επικαλεσθείσα, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 6 § 1 και 13 της ΕΣΔΑ. Η υπ’ αριθμ. 76/2007 απόφαση εκτελέσθηκε δέκα έτη, περίπου, μετά διά του υπ’ αριθμ. 315/2016 προεδρικού διατάγματος, το οποίο τροποποιούσε το ρυμοτομικό σχέδιο του οικισμού Νάουσας και ήρε το μέτρο της απαλλοτρίωσης για το οικόπεδο της προσφεύγουσας. Το Δικαστήριο εξέτασε καταρχήν την επάρκεια και την ικανότητα των εθνικών ενδίκων βοηθημάτων να θεραπεύσουν την επίδικη κατάσταση (άρθρο 35 § 1 ΕΣΔΑ), διαπιστώνοντας ότι η απλή διαπίστωση της μη εκτέλεσης της απόφασης από μία εθνική αρχή δεν είναι επαρκής, καθότι προσφέρει στο διοικούμενο μια ικανοποίηση κυρίως ηθικής τάξεως, και όχι μία επαρκή επανόρθωση, συνοδευόμενη από συγκεκριμένα και άμεσα έννομα αποτελέσματα (με σημαντικότερο την ταχεία και πλήρη εκτέλεση της απόφασης). Εξάλλου, οι νομοθετικές ανεπάρκειες κατά το επίδικο χρονικό διάστημα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εκτέλεση της απόφασης θα παρέμενε άνευ άλλου τινός στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, η οποία θα μπορούσε να επιθυμεί την αποφυγή της καταβολής μιας αποζημίωσης στην ενδιαφερόμενη ή της πειθαρχικής δίωξης των υπαλλήλων της. Η καταβολή της αποζημίωσης στην προσφεύγουσα είναι ευκταία, αλλά όχι και ικανή να επανορθώσει την κατάσταση. Συμπερασματικά, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της απόφασης του πρωτοδικείου, το Δικαστήριο τονίζει ότι η ιδιοκτησία της προσφεύγουσας παρέμεινε δεσμευμένη μέχρι το 2016, χρονικό διάστημα που δεν δικαιολογείται ούτε από την πολυπλοκότητα της υπόθεσης. Επισημαίνει ότι δεν μπορεί επισήμως να τεκμηριωθεί η παρέλευση της δεκαετίας (περίπου) καθώς και το πλήθος των διαδικασιών που διενεργήθηκαν, στην πλειονότητά τους με επιμέλεια της προσφεύγουσας, προκειμένου να εκτελεσθεί τελικά η απόφαση, καταλήγοντας στην παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης από τη διοίκηση, δεδομένης της παράλειψής της να συμμορφωθεί εγκαίρως προς την υπ’ αριθμόν 76/2007 απόφαση. Τέλος, η απουσία ενός πραγματικού ενδίκου βοηθήματος το οποίο θα είχε επιτρέψει στην προσφεύγουσα να επιτύχει την εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου. Κηρύσσει ομόφωνα την προσφυγή παραδεκτή και επιδικάζει στην προσφεύγουσα ποσό αποζημίωσης για ηθική βλάβη.
ΕΔΔΑ Προσφυγή αριθ. 35607/12, Απόφαση 18.03.2021, Νίκα κατά Ελλάδας - Πλήρες κείμενο »