9 Νοε 2020
Ο προσφεύγων είναι Έλληνας υπήκοος που γεννήθηκε το 1962 στη Μυτιλήνη και εργάζεται ως δημοσιογράφος. Στις 17 Νοεμβρίου 2013, στην επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου του 1973 που συνέβαλε στο τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα και τώρα τιμάται ως σχολική εορτή, ο διευθυντής ενός γυμνασίου στη Μυτιλήνη δημοσίευσε ένα άρθρο στο προσωπικό του ιστολόγιο με τον τίτλο «Το απόλυτο ψέμα είναι ένα: αυτό του Πολυτεχνείου το 1973». Ο προσφεύγων, τότε διευθυντής και αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Εμπρός» της Λέσβου, δημοσίευσε ένα άρθρο ως απάντηση στο άρθρο του γυμνασιάρχη, χαρακτηρίζοντάς τον «νεοναζί» και «υποστηρικτή της “Χρυσής Αυγής”». Κατόπιν μήνυσης που υπέβαλε ο γυμνασιάρχης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι αυτές οι εκφράσεις αποτελούσαν αξιολογικές κρίσεις και όχι γεγονότα, που εκ προθέσεως προσβάλλουν την τιμή και τη υπόληψη του γυμνασιάρχη. Έτσι, ο προσφεύγων κρίθηκε ένοχος για προσβολή μέσω του Τύπου και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης με αναστολή. Όλες οι δικαστικές προσπάθειες του προσφεύγοντος που διήρκησαν έως το 2017 ήταν ανεπιτυχείς. Τόσο το Εφετείο όσο και Άρειος Πάγος απέρριψαν ειδικότερα το επιχείρημά του ότι οι επίμαχες εκφράσεις ήταν αξιολογικές κρίσεις που διατυπώθηκαν βάσει εκτεταμένων αποδεικτικών στοιχείων, δηλαδή πολυάριθμων δημοσιεύσεων στο ιστολόγιο του γυμνασιάρχη σχετικά με την «Άρια φυλή» και τον Εθνικοσοσιαλισμό και ένα μήνυμα με το οποίο κάλεσε τους Έλληνες να υπερψηφίσουν το ακροδεξιό πολιτικό κόμμα “Χρυσή Αυγή”. Τα δικαστήρια θεώρησαν ότι οι εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο προσφεύγων ήταν περιττές, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει πιο αξιοπρεπείς φράσεις για να ασκήσει το δικαίωμά του να ενημερώνει το κοινό.
Βασιζόμενος στο άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η ποινική του καταδίκη ήταν δυσανάλογη και ότι τα δικαστήρια δεν τήρησαν μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματός του να ενημερώνει το κοινό για ένα θέμα ιστορικής σημασίας και του δικαιώματος προστασίας της υπόληψης του γυμνασιάρχη. Η προσφυγή κατατέθηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις 4 Οκτωβρίου 2017.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν είχαν σταθμίσει το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης του αιτούντος με το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής του γυμνασιάρχη. Απλώς περιορίστηκαν στην διαπίστωση ότι οι επίμαχες δηλώσεις ήταν αξιολογικές κρίσεις και είχαν αμαυρώσει την υπόληψη του γυμνασιάρχη, χωρίς να λάβουν υπόψη τα κριτήρια που καθορίζονται στη νομολογία του ΕΔΔΑ για τη εφαρμογή μιας τέτοιας διαδικασίας στάθμισης. Ειδικότερα, τα δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη το καθήκον του προσφεύγοντος ως δημοσιογράφου να μεταδίδει πληροφορίες για ένα θέμα δημοσίου συμφέροντος και τη συμβολή του άρθρου του σε αυτό το πλαίσιο. Τα δικαστήρια επικεντρώθηκαν στις εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο προσφεύγων ως προς το περιεχόμενό τους, αγνοώντας το γεγονός ότι οι απόψεις του γυμνασιάρχη ήταν ικανές να προκαλέσουν σημαντικές αντιπαραθέσεις. Ομοίως, τα δικαστήρια απέτυχαν να εξετάσουν ρητά το γεγονός ότι ο γυμνασιάρχης, ως δημόσιος υπάλληλος επιφορτισμένος με την άσκηση δημόσιων καθηκόντων, είχε προηγουμένως εκφράσει τις απόψεις του επάνω σε πολιτικά ζητήματα μέσω του ιστολογίου του και, ως εκ τούτου, είχε εκτεθεί εν γνώσει του στον δημόσιο έλεγχο και τη δημοσιογραφική κριτική. Επίσης τα δικαστήρια δεν αξιολόγησαν ούτε την καλή ούτε την κακή πίστη από την πλευρά του προσφεύγοντος. Ενώ τα δικαστήρια χαρακτήρισαν ορθώς τις εκφράσεις του ως αξιολογικές κρίσεις, ωστόσο δεν κατάφεραν να ελέγξουν εάν είχαν υποστηριχθεί στο πλαίσιο μιας σαφώς πραγματικής βάσης, παρά το γεγονός ότι είχε ο προσφεύγων έκανε αναφορά στα δημοσιεύματα που είχε συντάξει παλαιότερα ο γυμνασιάρχης. Επιπλέον, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν η κυβέρνηση και τα εθνικά δικαστήρια, το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε προφανώς προσβλητική γλώσσα στις παρατηρήσεις του αιτούντος και το άρθρο, αν και είναι καυστικό και περιέχει σοβαρή κριτική, δεν μπορούσε στο σύνολό του να θεωρηθεί ως μια αδικαιολόγητη προσωπική επίθεση στο πρόσωπο του γυμνασιάρχη. Τέλος, δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για την επιβολή ποινής φυλάκισης στην υπόθεση του προσφεύγοντος, η οποία αναπόφευκτα θα μπορούσε να παγώσει τον δημόσιο διάλογο. Πράγματι, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι είχε ήδη διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ και σε άλλες υποθέσεις εναντίον της Ελλάδας λόγω της αδυναμίας των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόσουν τα κριτήρια που δέχεται η νομολογία του σχετικά με την ελευθερία έκφρασης όταν αυτή σταθμίζεται έναντι της προστασίας της υπόληψης ενός ιδιώτη. Ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ποινική καταδίκη του προσφεύγοντος ισοδυναμούσε με παρέμβαση στο δικαίωμά του να εκφράζεται ελεύθερα, η οποία δεν ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία». Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.
Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα αγγλικά είναι διαθέσιμο εδώ.