8 Ιουλ 2024
Το αιτούν δικαστήριο (Naczelny Sąd Administracyjny, Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Πολωνία) υπέβαλε στο ΔΕΕ αίτηση προδικαστικής απόφασης, στο πλαίσιο της δίκης A. S.A. (εταιρεία πολωνικού δικαίου) κατά Dyrektor Izby Administracji Skarbowej w Bydgoszczy (διευθυντή φορολογικής αρχής του Bydgoszcz, Πολωνία) σχετικά με την άρνηση επιστροφής μέρους του καταβληθέντος από την εταιρεία ειδικού φόρου κατανάλωσης επί της ηλεκτρικής ενέργειας. Συγκεκριμένα, η κρινόμενη αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 17 §1 στοιχείο αʹ της Οδηγίας 2003/96/ΕΚ σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη, ως «αγορά ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας» νοείται το «τρέχον κόστος της ενέργειας που αγοράζεται ή παράγεται στο πλαίσιο της επιχείρησης». Συνεπώς, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το εν λόγω κόστος περιλαμβάνει μόνο την ηλεκτρική ενέργεια, καθώς και τη θερμότητα και τα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για θέρμανση ή για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 8 §2 της Οδηγίας. Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι όταν ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να αποκλείσει από την έννοια του «τρέχοντος κόστους» τις δαπάνες που συνδέονται με την αγορά ενέργειας, τις απέκλεισε ρητώς. Επιπλέον, βάσει της προαναφερόμενης Οδηγίες, ορίστηκε ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να φορολογούν τα ενεργειακά προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, ήτοι τα καύσιμα κινητήρων, τα καύσιμα θέρμανσης και την ηλεκτρική ενέργεια, εφαρμόζοντας επ’ αυτών επίπεδα φορολογίας τα οποία δεν μπορούν να είναι χαμηλότερα από τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που προβλέπει η Οδηγία αυτή. Το δε επίπεδο φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας που εμπίπτουν στην ίδια Οδηγία μπορεί να είναι ακόμη και μηδενικό, όταν τα εν λόγω προϊόντα και η ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιούνται από ενεργειοβόρες επιχειρήσεις. Συνεπώς, μολονότι ένα κράτος μέλος μπορεί, κάνοντας χρήση της ευχέρειας που του παρέχει η Οδηγία 2003/96, να απαλλάσσει την ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιούν οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις, ουδόλως προκύπτει από τις διατάξεις της Οδηγίας αυτής ότι υπέχει υποχρέωση προς τούτο. Το ΔΕΕ απεφάνθη ότι το άρθρο 17 §1 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2003/96, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας έχει την έννοια ότι το τρέχον κόστος της ενέργειας που αγοράζεται, κατά τη διάταξη αυτή, πρέπει να περιλαμβάνει πρόσθετες χρεώσεις οι οποίες δεν μπορούν να συνιστούν «φόρους» κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης, όπως τα υποχρεωτικού χαρακτήρα τέλη διανομής της ενέργειας αυτής, τα οποία καταβάλλονται, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, κατά την αγορά της εν λόγω ενέργειας. Επιπρόσθετα, το άρθρο 17 §1 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2003/96 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι δεν χορηγείται απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας σε ενεργειοβόρο επιχείρηση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όταν η επιχείρηση αυτή τυγχάνει, για την εν λόγω ηλεκτρική ενέργεια, απαλλαγής από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, η οποία χορηγείται μόνο για την ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο ηλεκτρολυτικής κατεργασίας, ακόμη και αν η ως άνω επιχείρηση αποδεικνύει ότι, για την ίδια ενέργεια, δεν θα ετύγχανε συγχρόνως αμφοτέρων των απαλλαγών αυτών και ότι το συνολικό ποσό των εν λόγω απαλλαγών δεν υπερβαίνει το ποσό του ειδικού φόρου κατανάλωσης που καταβλήθηκε για την ίδια περίοδο, υπό την προϋπόθεση ότι η θέσπιση και εφαρμογή του κριτηρίου που προβλέπει συναφώς η εθνική νομοθεσία συνάδει προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης.