19 Ιαν 2021
Ο Άρειος Πάγος απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος περί απόλυτης ακυρότητας, λόγω πλημμελειών κατά την ανάγνωση εγγράφων, παραβίασης των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων και της αρχής της δημοσιότητας (άρθρα 171 παρ. 1 εδ. δ΄ και 358 ΚΠΔ). Έτσι, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προσδιόρισε επαρκώς την ταυτότητα των εγγράφων που ανέγνωσε, εν’ όψει και της αρίθμησης αυτών, δίχως να είναι αναγκαία άλλα πρόσθετα στοιχεία. Επίσης, ορθώς αναφέρεται ως αναγνωστέο έγγραφο η πρωτόδικη απόφαση, χωρίς να γίνεται ειδική μνεία στα πρακτικά, τα οποία ενσωματώνονται σε αυτήν και συνιστούν ενιαίο σύνολο και όχι χωριστό έγγραφο. Ομοίως απορρίφθηκε ο ισχυρισμός ανάγνωσης εγγράφου που φέρεται ότι ήταν συνταγμένο σε ξένη γλώσσα. Εν προκειμένω, δεν προκύπτει από τα πρακτικά ότι το επικαλούμενο έγγραφο είχε συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, ούτε ότι αυτό αναγνώσθηκε αυτούσιο και όχι σε ελληνική μετάφραση. Εξάλλου, με την επ’ ακροατηρίω πραγματική ανάγνωση του κειμένου των εγγράφων, ή έστω την επίδειξη και επισκόπηση ορισμένων εξ’ αυτών, όπως του εξωτερικού μέσου αποθήκευσης (το οποίο δεν αναγιγνώσκεται κατά κυριολεξία), συνάγεται μετά βεβαιότητος, αφενός ότι αυτά τα έγγραφα και όχι άλλα αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, αφετέρου ότι έγιναν γνωστά κατά το περιεχόμενο τους.
Επιπλέον ο Άρειος Πάγος, με αφορμή τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, επεσήμανε ότι, η πραγματογνωμοσύνη ή γνωμοδότηση που εισφέρεται στο πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας, εκτός αυτής που διατάσσεται σύμφωνα με τα άρθρα 183 επ. ΚΠΔ, δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και, συνεπώς, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα το πόρισμά της, μαζί με τις άλλες αποδείξεις.
Στοιχειοθέτηση αποθήκευσης (ή διατήρησης στην κατοχή) αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων κατ’ εξακολούθηση, καθώς και μετάδοσης - ανακοίνωσης αυτών. Τα αδικήματα αυτά, που θεμελιώνονται στις παρ. 1 περ. α΄ και 2 αντίστοιχα του άρθρ. 38 του Ν. 4624/2019 (που ισχύει από 29 Αυγούστου 2019), τελούνται πλέον υπό την προϋπόθεση ότι τα προσωπικά δεδομένα αποκτήθηκαν με την επέμβαση με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον ίδιο τον υπαίτιο. Η νέα διάταξη είναι ευμενέστερη της καταργηθείσας του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997, αφού πλέον για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, πρέπει να προκύπτει το επί πλέον αυτό στοιχείο σχετικά με τον τρόπο απόκτησης των δεδομένων.
Εν προκειμένω όμως, ο κατηγορούμενος, χωρίς δικαίωμα και δίχως τη συγκατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, με την οποία διατηρούσε ερωτική σχέση, προέβη ο ίδιος στην καταγραφή και μαγνητοσκόπηση οπτικοακουστικού υλικού με τη χρήση ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας, στο οποίο απεικονιζόταν αυτή κατά τη διάρκεια ερωτικών συνευρέσεών τους. Τα αρχεία αυτά αποτελούν αρχεία αποθήκευσης κατά την έννοια του νόμου. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Άρειος Πάγος, η δημιουργία οπτικοακουστικού υλικού δεν χρειαζόταν καμία ομαδοποίηση ή ταξινόμηση, ενώ η επεξεργασία και ηλεκτρονική μετάδοσή του σε τρίτους μέσω του κινητού ήταν τεχνικά απλή. Άλλωστε, παρά την έκδηλη επιθυμία της πολιτικώς ενάγουσας για διαγραφή τους, ο κατηγορούμενος δεν τα διέγραψε, αλλά τα διατήρησε στην κατοχή του και, μετά τον χωρισμό τους, τα επεξεργάσθηκε και τα ανακοίνωσε, προβαίνοντας στην ανάρτησή τους στο διαδίκτυο. Μάλιστα, τα δεδομένα είναι ταυτοποιήσιμα με το πρόσωπο της πολιτικώς ενάγουσας, αφού είναι ορατό και ευδιάκριτο το σώμα και μέρος του προσώπου της (περιοχή από τα μάτια και κάτω), αλλά και η φωνή της, στοιχεία που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του φυσικού προσώπου στο οποίο αναφέρονται. Χαρακτηριστικό είναι ότι η πράξη έγινε αντιληπτή από τον νυν σύζυγό της, ο οποίος ως επισκέπτης στην επίμαχη διαδικτυακή σελίδα, επέλεξε τα συγκεκριμένα βίντεο και την αναγνώρισε. Τέλος, η άρνηση του κατηγορουμένου ότι προέβη ο ίδιος σε αυτή την καταγραφή, καταρρίπτεται από τη σαφή και λεπτομερή περιγραφή από την παθούσα, της συμπεριφοράς του κατά τη διάρκεια των μαγνητοσκοπημένων συνευρέσεων.
Συνακόλουθα, ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την καταδικαστική απόφαση ως προς την ενοχή για την πράξη της ανακοίνωσης, μετάδοσης δεδομένων, ενώ δέχτηκε την αναίρεσή της μόνο ως προς την ποινή αφού η πράξη αυτή, σύμφωνα με την μεταβατική διάταξη του άρθρου 463 του νέου ΠΚ, τιμωρείται πλέον διαζευκτικά και με χρηματική ποινή. Ωστόσο, ως προς την έτερη πράξη της διατήρησης του αρχείου, που τιμωρείται πλέον με ποινή φυλάκισης έως ένα έτους, ο Άρειος Πάγος εφάρμοσε αυτεπαγγέλτως την διάταξη του άρθρου όγδοου του Ν. 4411/2016 και κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση, αφού έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο και πρέπει να παύσει η ποινική δίωξη.